- λιμνώ
- λιμνῶ, -όω (Α) [λίμνη]1. μεταβάλλω σε λίμνη2. παθ. λιμνοῡμαι, -όομαικαλύπτομαι από ὕδατα, γίνομαι λίμνη («ἀναψύχειν τοὺς λιμνωθέντας τόπους καὶ γεωργεῑσθαι παρέχειν», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ALBA Marsorum civitas — ad lacum Fucinum, ubi eam desciribt Strabo l. 5. his verbis: Α῎λβα ἵδρυται ἐφ᾿ ὑψηλοῦ πάγου, ἔςτι δὲ λίμνῳ Φουκίνῳ πλησίον. Unde Plin. l. 3. c. 12. Albensium Alba ad Fucinum lacum. Interiacet autem campus, quem lacus interdum inundare solet. Sil … Hofmann J. Lexicon universale
λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… … Dictionary of Greek
λίμνησις — λίμνησις, η (Α) [λιμνώ] η λιμνησία, η αδάρκη … Dictionary of Greek
λιμνεία — και λίμνευσις, ἡ (Α) [λιμνώ] λιμνασία* … Dictionary of Greek